- εξόδευση
- (-ις (-εως)] η1) потребление; 2) сбыт; распродажа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξόδευση — και ξόδεψη, η [εξοδεύω] κατανάλωση εμπορευμάτων, ξεπούλημα … Dictionary of Greek
εξοδεύσιμος — η, ο [εξόδευση] αυτός που μπορεί να ξοδευτεί ή να πουληθεί εύκολα … Dictionary of Greek
ξόδεψη — η βλ. εξόδευση … Dictionary of Greek